κάνον

κάνον
καίνω
kill
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
καίνω
kill
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κανόν — καίνω kill aor part act masc voc sg καίνω kill aor part act neut nom/voc/acc sg κανών straight rod masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόν' — κανόνα , κανών straight rod masc acc sg κανόνι , κανών straight rod masc dat sg κανόνε , κανών straight rod masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάνον, Γουόλτερ Μπράντφορντ — (Walter Bradford Cannon, Πρερί ντι Σιάν, Γουισκόνσιν 1871 – Φράνκλιν, Νιου Χαμσάιρ 1945). Αμερικανός φυσιολόγος. Πήρε το δίπλωμα ιατρικής στο Χάρβαρντ και διατήρησε την έδρα της φυσιολογίας από το 1906 έως το 1942. Στις έρευνές του ασχολήθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Канонарх — (κανον и άρχο начинаю – т. е. руководитель канона – греч.) – клирик в монастыре, являющийся руководителем церковного пения. В греческой церкви – один из клира, долженствующий начинать пение тропарей канона, он должен… …   Полный православный богословский энциклопедический словарь

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… …   Dictionary of Greek

  • εἰσαφίκανον — εἰσαφί̱κανον , εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd pl εἰσαφί̱κανον , εἰσαφικάνω imperf ind act 1st sg εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσαφικάνω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατερύκανον — κατερύ̱κανον , κατερυκάνω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατερύ̱κανον , κατερυκάνω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφίκανον — ἀφί̱κανον , ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd pl ἀφί̱κανον , ἀφικάνω arrive at imperf ind act 1st sg ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀφικάνω arrive at imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵκανον — ἵ̱κανον , ἱκάνω come imperf ind act 3rd pl ἵ̱κανον , ἱκάνω come imperf ind act 1st sg ἱκάνω come imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἱκάνω come imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”